ισομιλησιος

ισομιλησιος
    ἰσομιλήσιος
    ἰσο-μῑλήσιος
    2
    милетского покроя или из милетского материала
    

(ἱμάτιον Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ισομιλησιος" в других словарях:

  • ισομιλήσιος — ἰσομιλήσιος, ία, ον (Α) όμοιος με Μιλήσιο ή με κάτι που ανήκει σε Μιλήσιο («ἰσομιλήσιον ἱμάτιον», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἰσομιλήσιον — ἰσομιλήσιος of Milesian fashion masc acc sg ἰσομιλήσιος of Milesian fashion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»